γερμανοφιλία

γερμανοφιλία
η
η ιδιότητα τού γερμανόφιλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμανόφιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γερμανοφιλία — η η αγάπη και η υποστήριξη προς τη Γερμανία και τους Γερμανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”